- βασανιστήρι
- βασανιστήρι, το και βασανιστήριο, τοη κακοποίηση στην οποία υποβάλλεται κάποιος, κυρίως σωματικά, συνήθως για την απόσπαση ομολογίας ή για τιμωρία: Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι υποβάλλονται σε βασανιστήρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.