βασανιστήρι

βασανιστήρι
βασανιστήρι, το και βασανιστήριο, το
η κακοποίηση στην οποία υποβάλλεται κάποιος, κυρίως σωματικά, συνήθως για την απόσπαση ομολογίας ή για τιμωρία: Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι υποβάλλονται σε βασανιστήρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βασανιστήριο — και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) [βασανίζω] αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες νεοελλ. εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”